- κρανιεκτομή
- ηιατρ.1. πλήρης απόσπαση ενός κρανιακού κρημνού κατά τη διάρκεια νευροχειρουργικών επεμβάσεων2. ειδική εγχείρηση που συνίσταται στην αφαίρεση ενός τμήματος τού θόλου τού κρανίου ή λωρίδων οστού από τις μετωποκροταφικές χώρες με σκοπό να καταστεί δυνατή η ελεύθερη ανάπτυξη τού εγκεφάλου σε περιπτώσεις πρόωρης συνοστέωσης τών ραφών τού κρανίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniectomie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -ectomie (< λατ. -ectomia < ἐκτομή)].
Dictionary of Greek. 2013.